- καθυστερώ
- (AM καθυστερῶ, -έω)1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.)2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ(α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο καὶ καθυστέρει πάντων», Πολ.)3. δεν δίνω εγκαίρως κάτι που οφείλω («καθυστερεί πάντοτε τα ενοίκια»)νεοελλ.1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει, επιβραδύνω («μέ καθυστέρησε το λεωφορείο»)2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθυστερημένος, -η, -οα) αυτός που δεν ακολουθεί την πρόοδο τής επιστήμης, τής τέχνης ή τού πολιτισμού, αυτός που μένει πίσω στην ανάπτυξηβ) το άτομο που εμφανίζει βραδύτητα στη διανοητική του εξέλιξη, που εμφανίζει μειωμένη νοημοσύνηαρχ.1. έχω έλλειψη, στερούμαι («πάσης τροφῆς καθυστερήσει», ΠΔ)2. φρ. «καθυστερῶ θανάτου» — δεν πεθαίνω, Λουκ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑστερῶ < ὕστερος].
Dictionary of Greek. 2013.